ἁλιτρεφής

ἁλιτρεφής
ἁλῐτρεφής, ές,
A sea-bred, Q.S.3.272, Nonn.D.24.114.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλιτρεφής — ἁλιτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιτρεφέος — ἁλιτρεφής sea bred masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιτρεφέων — ἁλιτρεφής sea bred masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αρτιτρεφής — ἀρτιτρεφής, ές (Α) αυτός που μόλις τώρα άρχισε να τρέφεται με μητρικό γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τρεφής < τρέφω (πρβλ. αλιτρεφής, απαλοτρεφής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”